κολάζεται

κολάζεται
κολάζω
check
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • κολάζεθ' — κολάζετε , κολάζω check pres imperat act 2nd pl κολάζετε , κολάζω check pres ind act 2nd pl κολάζεται , κολάζω check pres ind mp 3rd sg κολάζετο , κολάζω check imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) κολάζετε , κολάζω check imperf ind act 2nd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”